Όλες οι πληροφορίες που σχετίζονται με την αγροτική δραστηριότητα του δήμου Βοΐου
Οι δενδρώδεις καλλιέργειες αποτελούν σημαντικό κλάδο του αγροτικού τομέα στη χώρα μας. Το ευνοϊκό κλίμα και τα γόνιμα εδάφη συμβάλλουν στη παραγωγή προϊόντων υψηλής διατροφικής αξίας και ποιότητας. Η ενότητα αυτή παρέχει πληροφορίες για τα δέντρα που ευδοκιμούν στην ευρύτερη περιοχή του Βόιου. Πιο συγκεκριμένα αναλύονται οι παρακάτω καλλιέργειες:
Η αμυγδαλιά (Prunus amygdalus) είναι ένα φυλλοβόλο δέντρο του γένους Prunus και ανήκει στην οικογένεια Rosaceae. Παρουσιάζει ιδιαίτερη αντοχή στη ξηρασία και μπορεί να προσαρμοστεί στις εκάστοτε κλιματικές και εδαφικές συνθήκες της περιοχής, ανάλογα με το είδος του υποκειμένου στο οποίο εμβολιάζεται. Ως ιδανικό για την καλλιέργειά της χαρακτηρίζεται το μεσογειακό κλίμα. Ευδοκιμεί σε πετρώδη, ξηρά και ασβεστούχα εδάφη. Υπάρχει πληθώρα ποικιλιών αμυγδαλιάς που καλλιεργούνται σε όλο τον κόσμο. Οι πιο γνωστές ποικιλίες στη χώρα μας είναι η Φερανιά, η Ρέτσου και η Καλογεράτα Χίου. Η αμυγδαλιά διακρίνεται για την μεγάλη παραγωγική της ζωή, καθώς μπορεί να παράγει καρπούς έως και 50 χρόνια. Η εμπορικά αξιοποιήσιμη παραγωγή ξεκινά κατά το τρίτο-τέταρτο έτος καλλιέργειας και φτάνει σε πλήρη καρποφορία στα 8 με 9 χρόνια.
Η καλλιέργειά της είναι ευρέως διαδεδομένη σε όλο τον κόσμο κυρίως για την αξιοποίηση της αμυγδαλόψιχας ως τροφή. Η ψίχα περιβάλλεται από ένα σκληρό περικάρπιο που φέρει χνούδι και κατά την πλήρη ωρίμανση σκίζεται. Θεωρείται υψηλής διατροφικής αξίας καθώς είναι πλούσια σε πρωτεΐνες, έλαια, βιταμίνες, κάλιο και ασβέστιο. Επίσης, τα αμύγδαλα χρησιμοποιούνται στην ζαχαροπλαστική και την αρωματοποιία. Το ξύλο της χρησιμοποιείται στην ξυλουργική και την παραγωγή του στομίου της γκάιντας.
Καλλιεργητικές Τεχνικές
Εχθροί και Ασθένειες
Ο πιο σημαντικός εχθρός της αμυγδαλιάς είναι το ευρύτομο (Eyrytoma amygdali). Το έντομο διαχειμάζει ως προνύμφη μέσα στους καρπούς που υπάρχουν ακόμα στο δέντρο ή που βρίσκονται στο έδαφος. Κατά τα τέλη Μαΐου-Ιουνίου, το έντομο βγαίνει από τον καρπό ανοίγοντας τρύπα. Έπειτα, τα θηλυκά τοποθετούν αυγά στο εσωτερικό τους. Η τρύπα αυτή δίνει την δυνατότητα σε διάφορα παθογόνα (βακτήρια, μύκητες) να εισέλθουν, καταστρέφοντας την παραγωγή. Για την αντιμετώπιση συνιστώνται ψεκασμοί με εγκεκριμένο φυτοπροστατευτικό σκεύασμα.
Οι σημαντικότερες ασθένειες που πλήττουν την αμυγδαλιά προκαλούνται από μύκητες:
Η δαμασκηνιά είναι ένα πυρηνόκαρπο δέντρο, ανήκει στο γένος Prunus, της οικογένειας Rosaceae και καλλιεργείται για τους νόστιμους καρπούς της. Προσαρμόζεται στις εκάστοτε κλιματικές και εδαφικές συνθήκες της περιοχής και για το λόγο αυτό η καλλιέργειά της είναι αρκετά διαδεδομένη σε όλο τον κόσμο. Ευδοκιμεί και αποδίδει καλύτερα σε ελαφρά, μέσης σύστασης, ασβεστώδη εδάφη με ικανοποιητική αποστράγγιση. Επίσης, μπορεί να καρποφορήσει ακόμα και σε βαρύτερα εδάφη, εκτός αν έχει ως υποκείμενο τη ροδακινιά. Μπορεί να καρποφορεί για 30-40 χρόνια και η ικανοποιητική καρποφορία ξεκινά από το τρίτο ή το πέμπτο χρόνο της. Υπάρχουν πολλά είδη δαμασκηνιάς με μεγάλη δενδροκομική σημασία (Prunus domestica, Prunus spinosa, κτλ.). Στην Ελλάδα καλλιεργείται κυρίως η ποικιλία Σκοπελίτη.
Περιοχές με σφοδρούς ανέμους θεωρούνται απαγορευτικές για την καλλιέργειά της, καθώς η δαμασκηνιά είναι αρκετά ευαίσθητη. Οι έντονες βροχοπτώσεις και η υψηλή ατμοσφαιρική υγρασία δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη της μονίλιας και αποτελούν ανασταλτικοί παράγοντες για την καλλιέργειά της κατά την περίοδο της ανθοφορίας.
Καλλιεργητικές Τεχνικές
Εχθροί και Ασθένειες
Η δαμασκηνιά πρόκειται για ευαίσθητο δέντρο το οποίο μπορεί να προσβληθεί από εντομολογικούς εχθρούς, αλλά και από αρκετές ασθένειες που πλήττουν τα πυρηνόκαρπα δέντρα. Όσον αφορά τους εχθρούς, κατά την περίοδο της ανθοφορίας είναι ευάλωτη στο θρίπα, ο οποίος έχει έντονη δραστηριότητα στα άνθη. Συνιστάται ψεκασμός με κατάλληλο εντομοκτόνο, έπειτα από συνεννόηση με τον εξειδικευμένο γεωπόνο της περιοχής.
Οι σημαντικότερες ασθένειες που προσβάλλουν τη δαμασκηνιά περιγράφονται παρακάτω:
Η καρυδιά είναι ένα αυτοφυές, αιωνόβιο δέντρο και ανήκει στην οικογένεια των Καρυοειδών. Προσαρμόζεται στις εκάστοτε κλιματικές και εδαφικές συνθήκες της περιοχής και για το λόγο αυτό η καλλιέργειά της είναι αρκετά διαδεδομένη σε όλο τον κόσμο. Ευδοκιμεί και αποδίδει καλύτερα σε περιοχές με υγρό και θερμό κλίμα και βαθιά εδάφη. Δεν επηρεάζεται από τους ανέμους, ωστόσο είναι ευαίσθητη στους παγετούς. Χρειάζεται ασβέστιο, κάλιο και φώσφορο, ενώ δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις σε άζωτο. Έχει υψηλές ανάγκες για νερό και χρειάζεται τακτικό πότισμα από Ιούνιο μέχρι Οκτώβριο.
Καλλιεργείται για τους καρπούς της με σκοπό την αξιοποίηση της καρυδόψιχας ως τροφή, αλλά και για την εξαιρετικής ποιότητας ξυλεία της. Το ξύλο της χρησιμοποιείται στην ξυλουργική, την ξυλογλυπτική και την επιπλοποιία. Υπάρχει πληθώρα ποικιλιών καρυδιάς που καλλιεργούνται σε όλο τον κόσμο και διακρίνονται ανάλογα με το υψόμετρο της περιοχής. Οι πιο γνωστές ποικιλίες είναι οι εξής:
Καλλιεργητικές Τεχνικές
Εχθροί και Ασθένειες
Βασικός εχθρός της καρυδιάς αποτελεί η καρπόκαψα. Ωοτοκεί εντός των καρπών ή στο φύλλωμα. Για την σωστή αντιμετώπισή της, οι αγρότες θα πρέπει να εφαρμόσουν ψεκασμό των καρπών και του φυλλώματος με ειδικά σκευάσματα (προνυμφοκτόνα, ωοκτόνα), έπειτα από συνεννόηση με το γεωπόνο της περιοχής.
Η πιο καταστρεπτική ασθένεια της καρυδιάς είναι η ανθράκωση. Πρόκειται για μυκητολογική ασθένεια που προσβάλλει τα φύλλα, τους βλαστούς και τους καρπούς. Η υψηλή υγρασία και οι έντονες βροχοπτώσεις ευνοούν την ανάπτυξη της και εκδηλώνεται στα φύλλα με νεκρωτικές κηλίδες, με αποτέλεσμα τη πρώιμη φυλλόπτωση. Αυτό μπορεί να οδηγήσει στην εξασθένηση του δέντρου και φτωχή καρποφορία. Σε αρκετά ακραίες περιπτώσεις μπορεί να επέλθει πλήρης νέκρωση της καρυδιάς. Για την αντιμετώπιση της ανθράκωσης μπορεί να εφαρμοσθεί λίπανση πλούσια σε άζωτο, καθώς και ψεκασμός του δέντρου με οξυκινολεϊκό χαλκό.
Η κορομηλιά είναι ένα πυρηνόκαρπο δέντρο, ανήκει στο γένος Prunus, της οικογένειας Rosaceae και καλλιεργείται για τους καρπούς της. Έχει πολλές ονομασίες ανάλογα με την περιοχή στην οποία καλλιεργείται (ερικιά, τζαρνικιά κ.α.). Προσαρμόζεται στις εκάστοτε κλιματικές και εδαφικές συνθήκες της περιοχής και για το λόγο αυτό η καλλιέργειά της είναι αρκετά διαδεδομένη σε όλο τον κόσμο. Αποδίδει ακόμη και υπό δύσκολες καιρικές συνθήκες. Η κορομηλιά εισέρχεται στη καρποφορία κατά το τρίτο έτος της και φέρει μικρούς καρπούς με χαρακτηριστικό σκληρό περίβλημα, οι οποίοι διακρίνονται στις εξής κατηγορίες:
Καλλιεργητικές Τεχνικές
Εχθροί και Ασθένειες
Βασικοί εχθροί της κορομηλιάς αποτελούν έντομα που ανήκουν στα υμενόπτερα, όπως η μικρή Οπλοκάμπη (Hoplocampa minuta) και η κίτρινη Οπλοκάμπη (Hoplocampa flava). Η σημαντικότερη ασθένεια που πλήττει το δέντρο της κορομηλιάς είναι ο εξώασκος που προκαλεί παραμορφωτική υπερπλασία των καρπών. Η έγκαιρη παρέμβαση του παραγωγού με εγκεκριμένα εντομοκτόνα/μυκητοκτόνα είναι απαραίτητη για την ομαλή ανάπτυξη του δέντρου.
Η κυδωνιά (Cydonia oblonga) είναι ένα δικοτυλήδονο, φυλλοβόλο δέντρο του γένους Cydonia και ανήκει στην οικογένεια Rosaceae. Φτάνει τα 5-8 μέτρα σε ύψος και μπορεί να καλλιεργηθεί σε μεγάλη ποικιλία εδαφικών και κλιματολογικών συνθηκών. Ευδοκιμεί σε μέσης σύστασης, πηλοαμμώδη και υγρά εδάφη, τα οποία πρέπει να στραγγίζονται καλά. Δεν μπορεί να καλλιεργηθεί σε ασβεστούχα εδάφη, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις, αποδίδει ακόμα και σε βαριά αργιλώδη εδάφη. Είναι δέντρο ευαίσθητο σε ισχυρούς ανέμους και για το λόγο αυτό θα πρέπει το έδαφος να είναι κατάλληλα προφυλαγμένο την περίοδο του χειμώνα. Μπορεί να καλλιεργηθεί ακόμα και σε αρκετά ορεινές περιοχές με υψόμετρο έως και 900 μέτρα. Στην Ελλάδα καλλιεργούνται 4 ποικιλίες: τα μηλοκύδωνα, τα αχλαδοκύδωνα, η πορτογαλική και η γίγας.
Η κυδωνιά καλλιεργείται για τους καρπούς της, οι οποίοι τρώγονται νωποί ή επεξεργάζονται για την παραγωγή κυδωνόπαστας, μαρμελάδας και κομπόστας. Οι καρποί της είναι ογκώδεις και πριν ωριμάσουν πλήρως έχουν πράσινο χρώμα, περιβάλλονται από χνούδι και έχουν στυφή γεύση. Δε μπορούν να καταναλωθούν νωπά παρά μόνο αποξηραμένα. Κατά την πλήρη ωρίμανση (φθινόπωρο), το χρώμα τους γίνεται κίτρινο και πλέον μπορούν να καταναλωθούν νωπά. Η καρποφορία της ξεκινά κατά το τρίτο-τέταρτο έτος και μπορεί να παράγει κυδώνια για 15 χρόνια. Επιπλέον, το ξύλο της είναι αρκετά ανθεκτικό, δεν σαπίζει και χρησιμοποιείται στη λεπτοξυλουργική.
Καλλιεργητικές Τεχνικές
Εχθροί και Ασθένειες
Η κυδωνιά μπορεί να προσβληθεί από διάφορους εχθρούς, όπως τα έντομα Cydia pomonella και η Cydiamolesta με σοβαρές επιπτώσεις στους καρπούς. Όσον αφορά τις ασθένειες, προσβάλλεται από την εντομοσπορίαση που δημιουργεί σκούρες κηλίδες στα φύλλα με αποτέλεσμα την πτώση τους. Η σκληρωτίνια προσβάλλει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς προκαλώντας ένα είδος μουμιοποίησης. Τέλος, το ωίδιο προσβάλλει τα φύλλα και τους βλαστούς. Για την αντιμετώπιση των εχθρών και των ασθενειών της κυδωνιάς οι παραγωγοί καλούνται να εφαρμόσουν κατάλληλους ψεκασμούς με φυτοπροστατευτικά σκευάσματα έπειτα από συνεννόηση με γεωπόνο.
Η ροιά (Punica granatum), κοινώς γνωστή ως ροδιά είναι ένα ανθεκτικό, φυλλοβόλο δέντρο του γένους Punica, οικογένεια Punicaeae. Καλλιεργείται σε όλο τον κόσμο, κυρίως για τους καρπούς της. Μετά από επεξεργασία, παρασκευάζονται ποτά και ροφήματα. Ο χυμός ροδιού είναι πλούσιος σε αντιοξειδωτικά και για το λόγο αυτό πολλοί παραγωγοί στρέφουν τη προσοχή τους στην καλλιέργεια της ροδιάς, λόγω της μεγάλης ζήτησης των προϊόντων της. Λόγω της ανθεκτικότητας της, η ροιά προσβάλλεται σπάνια από παράσιτα.
Ευδοκιμεί σε θερμές περιοχές με βαθιά, αργιλώδη εδάφη, μπορεί ωστόσο να αναπτυχθεί αποτελεσματικά σε μεγάλη ποικιλία εδαφών (αλκαλικά, ασβεστούχα, πηλοαμμώδη, κτλ.). Η ροδιά μπορεί να καρποφορεί για 30-40 χρόνια και η εμπορικά αξιοποιήσιμη παραγωγή ξεκινά από το τρίτο έτος καλλιέργειας. Ο καρπός της, είναι ένα συγκάρπιο αποτελούμενο από πολλές μικρές δρύπες. Το στάδιο ωρίμανσης των καρπών λαμβάνει χώρα το φθινόπωρο και η συγκομιδή αρχίζει πριν τις πρώτες βροχές.
Τη συναντάμε σε διάφορες μορφές, με τις πιο διαδεδομένες να είναι οι γλυκόκαρπες (γλυκόρροδα) και οι οξύκαρπες (ξινόρροδα). Σε ορισμένες περιοχές αναπτύσσεται σε μορφή νάνου ή μικρού αγκαθωτού θάμνου. Η αναμενόμενη απόδοση ανέρχεται συνήθως στα 1000 κιλά ανά στρέμμα. Κατά το όγδοο έτος της καλλιέργειας, η απόδοση μπορεί να φτάσει τους 1,8-2,5 τόνους ανά στρέμμα. Αυτό φυσικά εξαρτάται από τον οπωρώνα και τις συνθήκες που επικρατούν.
Πλατεία Τσιστοπούλου 5
50300, Σιάτιστα
Τηλ. +30 2465350100 • Email : info@voio.gr
Δήμος Βοΐου | |
Δημαρχείο | 2465-350100 |
Δ.Ε. Ασκίου | 2465-350200 |
Δ.Ε. Νεάπολης | 2468-350200 |
Δ.Ε. Τσοτυλίου | 2468-350100 |
Υπηρεσίες | |
Αστυνομικό τμήμα Σιάτιστας | 2465-021111 |
Αστυνομικό τμήμα Νεαπόλεως | 2465-002120 |
Ταχυδρομείο Σιάτιστας | 2465-021492 |
Ταχυδρομείο Νεάπολης | 2468-022319 |
Ταχυδρομείο Τσοτυλίου | 2468-031514 |
Ιερά Μητρόπολη Σισανίου & Σιατίστης |
2465-021365, 2465-021257 |